παγετωνικός

παγετωνικός
-ή, -ό [παγετώνας]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους παγετώνες
2. φρ. α) «παγετωνικές εποχές»
γεωλ. οι παγετώδεις εποχές
β) «παγετωνικά καλύμματα» — οι ηπειρωτικοί παγετώνες, αλλ. παγετώδη καλύμματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Γροιλανδία — Επίσημη ονομασία: Γροιλανδία Έκταση: 2.175.600 τ. χλμ Πληθυσμός: 56.376 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Νουούκ (πρώην Γκόντχοπ)Γροιλανδία (διεθν. Greenland, δαν. Gronland, τοπικά Kalaallit Nunaat). Νησιωτικό αυτοδιοικούμενο έδαφος της Δανίας, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”